- ιαμβοφάγος
- ιαμβοφάγος, ὁ (Α)ο ιαμβειοφάγος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον τού ρ. εσθίω), πρβλ. δημο-φάγος, ολιγο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰαμβοφάγος — glutton at iambics masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰαμβοφάγον — ἰαμβοφάγος glutton at iambics masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek